10.10.13
#Crush
v.
intr.
1.
To be or become crushed.
2.
To proceed or move by crowding or pressing.
n.
1.
The act of crushing; extreme pressure.
2.
The state of being crushed.
3.
A great crowd:
a crush of spectators.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment