25.9.13
#cropped#anatomy
Zara
black shorts and cropped* top.
v.
cropped
,
crop·ping
,
crops
v.
tr.
1.
a.
To cut or bite off the tops or ends of:
crop a
hedge
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment