11.7.13
reck·less (rkls) adj. 1. a. Heedless or careless. b. Headstrong; rash. 2. Indifferent to or disregardful of consequences
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Leave your Comment